Στο athletestories.gr μίλησε ο Ευθύμης Ρεντζιάς κάνοντας έναν απολογισμό των όσων συνέβησαν στο ξεκίνημα της καριέρας του.
Αναλυτικά:
Να είσαι χαρούμενος όταν οι καταστάσεις είναι στα χέρια σου.
Ακόμη και για τις δύσκολές, τις αναπόφευκτές ή πρόωρες επιλογές.
Αυτό σκεφτόμουν την ημέρα που αποφάσισα να αποχωρήσω από το μπάσκετ.
Να αποχωρήσω μόνο από την ενεργό δράση σαν παίκτης, γιατί είχα ήδη αποφασίσει να παραμείνω στον χώρο.
Αν και η προπονητική δεν ήταν ποτέ στα σχέδιά μου.
Ήταν 9 Αυγούστου 2006.
Δεν χρειάστηκε να το φιλοσοφήσω.
Ούτε να μελαγχολήσω, επειδή ήμουν μόλις 30 ετών.
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν με πόνεσε, δεν με ενόχλησε που θα έφευγα έτσι. Σε κανέναν αθλητή δεν αρέσει να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να νικήσει τους τραυματισμούς.
Η πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου, ωστόσο, ήταν συνάμα και η πιο συνειδητοποιημένη.
Το σκεφτόμουν για μήνες.
Στην τελευταία σεζόν της καριέρας μου, το 2005-2006 στην Ισπανία και τη Βαγιαδολίδ, κατάλαβα ότι δεν θέλω να επιβαρύνω τον προϋπολογισμό της ομάδας.
Μετά το πέρασμα από το ΝΒΑ και τους Σίξερς, το 2002-2003, επέστρεψα στην Ευρώπη.
Ούλκερ, Σιένα και Βαγιαδολίδ.
Όμως, την τελευταία χρονιά, γνώριζα ότι δεν είμαι αυτός που ήθελα να είμαι.
Τα γόνατά μου δεν ήταν στην κατάσταση που ήθελα, στην κατάσταση που έπρεπε.
Δεν δυσκολεύτηκα να το αποφασίσω.
Είχε προηγηθεί ο νέος τραυματισμός μου, λίγο μετά τα Χριστούγεννα.
Ολική ρήξη μηνίσκου…
Οι χόνδροι σχεδόν κατεστραμμένοι και η κατάσταση είχε επιδεινωθεί.
Δούλεψα σκληρά για να επιστρέψω δυνατός.
Τον επόμενο Φεβρουάριο δοκίμασα να αγωνιστώ, αλλά δεν ήμουν έτοιμος
Μόλις ενημερώθηκα για την κατάσταση, η οποία ουσιαστικά δεν είχε δείξει βελτίωση, πήγα στον πρόεδρο της Βαγιαδολίδ και του είπα ότι θέλω να διακόψει το συμβόλαιό μου.
Θα μπορούσα να «πατήσω» πάνω στη συμφωνία και τις υπογραφές και να πληρώνομαι, ενώ θα καθόμουν ως το καλοκαίρι.
Προτίμησα και να έχω καθαρή τη συνείδησή μου και να βοηθήσω τον σύλλογο να σωθεί οικονομικά και αγωνιστικά, χρησιμοποιώντας τα χρήματα για έναν αντικαταστάτη.
Δεν το έκανα για να μου πουν «ευχαριστώ».
Ήθελα απλώς να είμαι καλά με τον εαυτό μου.
Για μήνες, ως το καλοκαίρι του 2006, έκανα ακόμη μερικές προσπάθειες.
Την ίδια στιγμή, προτάσεις υπήρχαν.
Όμως, τον Αύγουστο, σκέφτηκα καθαρά.
Είπα, μέσα μου, «τέλος».
Ήταν μία ευκαιρία να φύγω με τους δικούς μου όρους.
Όπως θέλω εγώ και πάντα με το κεφάλι ψηλά.
Όπως επιδίωκα να κάνω, όσα χρόνια έπαιζα μπάσκετ.
Όσο «απαιτούμενη» έμοιαζε η απόφαση της αποχώρησης για το σώμα, τόσο δύσκολη ήταν για το μυαλό.
Το κλισέ λέει ότι δεν είναι εύκολο «να σκοτώσεις τον παίκτη μέσα σου».
Όμως, δεν είναι μόνο αυτό.
Τις πρώτες ημέρες, ένιωθα περίεργα.
Ξαφνικά, από τις καλοκαιρινές προετοιμασίες με συλλόγους ή Εθνική ομάδα, στο σπίτι σου χωρίς άμεσο αντικείμενο απασχόλησης.
Μπορεί να είμαι άνθρωπος που προσαρμόζεται εύκολα, όμως άντε κοίταξε έναν 30άρη στον καθρέφτη και πες του: «Αυτό ήταν…».
Μονάχα που ήξερα και επιχείρησα από την αρχή να κάνω πράξη πως όσο πιο γρήγορα αλλάξεις σελίδα τόσο καλύτερα για σένα.
Για την ηρεμία σου, για το καθαρό μυαλό και, φυσικά, για την επόμενη ημέρα.
Οι πρώτες στιγμές ήταν ομολογουμένως δύσκολες.
Όχι αφόρητες, αλλά περίεργες.
Θέλησα άμεσα να «σκοτώσω» τον παίκτη μέσα μου.
Σταμάτησα για λίγο να σκέφτομαι τι είχα πετύχει, ώστε να μην θέλω κι άλλα. Τουλάχιστον μέσα στο παρκέ.
Κι εκεί που πιστεύεις ότι το μυαλό αδειάζει, γεμίζει άμεσα από άλλες υποχρεώσεις.
Σαν παίκτης, ειδικά σε σπουδαίες ομάδες όπως οι Σίξερς, η Μπαρτσελόνα, ο ΠΑΟΚ, η Σιένα, στις οποίες είχα την τιμή να αγωνιστώ, οι σύλλογοι συνήθως σε… κακομαθαίνουν.
Σου παρέχουν τα πάντα.
Θυμάμαι τον καλό φίλο μου, Πέτζα Στογιάκοβιτς, που μου έλεγε όταν πήγε να παίξει στους Σακραμέντο Κινγκς, πως στην Αμερική ζεις το απόλυτο μπάσκετ.
Όταν σταματήσεις, όμως, όταν βγεις από τη λειτουργία μεγάλων συλλόγων, συνειδητοποιείς πως πρέπει να ζήσεις την καθημερινότητά σου.
Δεν υπάρχει πια ο μηχανισμός γύρω σου, ώστε φροντίζει να λύνει όλα τα προβλήματά σου, προκειμένου να είσαι αφοσιωμένος στη δουλειά σου.
Είσαι υποχρεωμένος να αντιμετωπίσεις νέα δεδομένα και την κανονική ζωή που χουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Εκείνον τον Αύγουστο του 2006, θέλησα να μην σκέφτομαι πολύ ότι αποσύρθηκα πρόωρα.
Θα ήθελα, φυσικά, να είχα την ευκαιρία να «κλέψω» λίγο χρόνο παραπάνω.
Αλλά δεν επιθυμούσα, παράλληλα, να «κλέψω» ομάδες και παράγοντες ή τον εαυτό μου.
Θα ήθελα να μπορούσα να δω τον Ευθύμη να παίζει μετά τα 30 του απλώς με την εμπειρία του. Όχι για να «κολλήσω» ένσημα, πριν αποχωρήσω.
Αλλά, να παίξω περισσότερο με τις παραστάσεις και τις εμπειρίες μου και λιγότερο με τα πόδια μου.
Ακόμη κι έτσι, ήταν μία συναρπαστική διαδρομή.
Με χαρές, με λύπες, με φιλίες που κρατούν ακόμη, με πόνους, με μαθήματα για τη συνέχεια.
Τις πρώτες ημέρες της αποχώρησής μου, σκεφτόμουν την αρχή όλων όσων έζησα.
Και, κυρίως, πόσο γρήγορα έγιναν όλα.
Μπορεί να έχουν περάσει δεκατρία χρόνια από τη στιγμή που σταμάτησα να παίζω, όμως η πρώτη μέρα που έπιασα μπάλα στα χέρια μου, ο πρώτος αγώνας μου, η πρώτη κλήση στην Εθνική, μοιάζουν πολύ κοντινά.
Όταν η Εθνική κατέκτησε το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 1987, ήμουν έντεκα ετών, αλλά ήδη έπαιζα μερικούς μήνες.
Όλα ξεκίνησαν όταν αντίκρισα ένα ανοιχτό γήπεδο δίπλα στο σπίτι μου, στα Τρίκαλα.
Τα περισσότερα παιδιά προτιμούσαν τότε, βεβαίως, το ποδόσφαιρο.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησα σε εκείνο το γηπεδάκι «κόλλησα» με το μπάσκετ.
Το τρόπαιο του ’87 έφερε πολλά παιδιά στο άθλημα, αλλά εκείνος που έφερε εμένα στο παρκέ ήταν ο Τάκης Πολυγένης.
Με είχε δει να παίζω στο ανοικτό γήπεδο και μου ζήτησε να πάω να προπονηθώ με τον Δαναό Τρικάλων.
Του απάντησα ότι θα το σκεφτώ.
Κι εκείνος, για να με πείσει, μου έδωσε μία μπάλα μπάσκετ.
Μου είπε ότι μπορώ να παίξω μερικές ημέρες και να του την επιστρέψω όταν πάω για προπόνηση στο κλειστό γυμναστήριο του Δαναού.
Δεν άργησα να του την επιστρέψω…
Αυτό που θυμάμαι σίγουρα, πλέον, είναι πως όλα έγιναν γρήγορα.
Ούτε που κατάλαβα πώς από τον Δανάο βρέθηκα στις «μικρές» Εθνικές.
Ούτε που κατάλαβα πώς έφτασα το 1993 στον ΠΑΟΚ και τέσσερα χρόνια αργότερα στη Μπαρτσελόνα.
Στον Δαναό δεν φανταζόμουν ότι από τις μικρές κατηγορίες θα φτάσω στα 16 μου στον ΠΑΟΚ.
Οι πρώτες παραστάσεις στις Εθνικές ομάδες μάς έβαζαν στο κλίμα, όμως όλα συνέβαιναν τόσο άμεσα και ταχύτατα, που δεν είχες χρόνο να σκεφτείς.
Η διαχείριση όλης αυτής της κατάστασης οφείλεται κυρίως στη στήριξη από την οικογένειά μου.
Οι γονείς μου δεν με πίεσαν ποτέ να επιλέξω ένα σπορ που να αρέσει σε εκείνους.
Δεν με άγχωσαν ούτε μου έδωσαν περισσότερη πίεση για να τα καταφέρω.
Γι’ αυτό επιμένω πως το σημαντικότερο εφόδιο στη ζωή, πέρα από ταλέντο και σκληρή δουλειά, είναι η οικογένεια.
Ο πατέρας μου έκανε δύο-τρεις δουλειές για να «τα φέρει βόλτα».
Η στήριξη που είχαν ήταν ανεξάντλητη, συνεχής.
Δεν είναι δύσκολο να χάσεις τον προορισμό σου, αν δεν έχεις πλάι σου ανθρώπους που σε νοιάζονται και σ’ αγαπούν.
Ήμουν μαθητής Λυκείου και οι εφημερίδες έγραφαν το όνομά μου, δίπλα σε αυτό του ΠΑΟΚ.
Τη μία μέρα μιλάς με τους συμμαθητές σου για τα ινδάλματά σου στον ΠΑΟΚ και την επόμενη μπαίνεις στο ίδιο γήπεδο μαζί τους.
Πριν καν τελειώσω το Λύκειο, έκανα προπόνηση στην Εθνική Ανδρών με παίκτες που ήταν αφίσες στο δωμάτιό μου.
Ακόμη λέω ότι ήταν από τις πιο δύσκολες καταστάσεις που κλήθηκα να διαχειριστώ στη ζωή μου και σ’ αυτό με βοήθησε η οικογένεια και το στενό περιβάλλον μου.
Το 1993, πήρα μετεγγραφή στον ΠΑΟΚ.
Προτάσεις υπήρξαν και από Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, όμως εκτός της προσωπικής προτίμησης στον ΠΑΟΚ, ήθελα να παίζω.
Ήξερα ότι στις δύο ομάδες της Αθήνας ο χρόνος μου θα είναι περιορισμένος, διότι υπήρχαν πολλοί Έλληνες παίκτες στη θέση μου.
Το ίδιο καλοκαίρι είχε φύγει από τον ΠΑΟΚ ο Παναγιώτης Φασούλας και είδα μία επιπλέον ευκαιρία.
Δεν ήταν θέμα χρημάτων.
Άλλωστε, ο Παναθηναϊκός πρόσφερε τότε περισσότερα χρήματα, αλλά εγώ ποτέ δεν έκανα κάτι στην καριέρα του με γνώμονα τα λεφτά.
Σαν έφηβος, ήξερα πως στον ΠΑΟΚ θα έχω περισσότερες ευκαιρίες.
Σαν ενήλικας, συχνά επέλεξα μία συμφωνία με χαμηλότερες απολαβές γιατί, για παράδειγμα, δεν αισθανόμουν «ζεστά» σε μία ευρωπαϊκή πόλη.
Επιπλέον, ο κόσμος μιλούσε συνεχώς για τα 220 ή 300 εκατομμύρια δραχμές της μετεγγραφής μου, χωρίς να ξέρει ότι αυτά τα χρήματα τα έλαβε ο Δαναός και όχι εγώ.
Γι’ αυτό και δεν άγχωσε ποτέ όλη η ιστορία με τα υψηλά ποσά που αναφέρονταν και γράφονταν.
Ο Τύπος έκανε λόγο για «σίριαλ».
Εγώ, όμως, δεν το έζησα καθόλου.
Ήταν τέτοιες και τόσες οι υποχρεώσεις στο σχολείο και τον αθλητισμό που δεν βίωσα αυτές τις καταστάσεις.
Ήταν μία ιστορία που την έζησαν οι γονείς μου.
Ο πατέρας μου δεν είχε ιδέα από καθήκοντα ατζέντη.
Ήθελε, μόνο, να κάνει το καλύτερο για τον γιο του.
Εγώ, απλώς, προτιμούσα να μετακομίσω στον ΠΑΟΚ και κατά τη διάρκεια του Μεσογειακού τουρνουά με την Εθνική Παίδων, στην Τουρκία, μου ανακοίνωσαν τηλεφωνικά ότι παραχωρήθηκα στον ΠΑΟΚ…
Έφτασα στη Θεσσαλονίκη και κοιτούσα στην αρχή με δέος τον κόουτς Ντούσαν Ίβκοβιτς και τους σπουδαίους παίκτες που είχε ο ΠΑΟΚ.
Δεν ήξερα, αρχικά, πόσο απλοί άνθρωποι ήταν όλοι τους και πόσο σκόπευαν να με προστατεύσουν.
Ο «Ντούντα» είχε φροντίσει να μιλήσει απευθείας με τον πατέρα μου. Μας είχε επισκεφθεί τρεις φορές στα Τρίκαλα, ώστε και να του εξηγήσει και πόσο με θέλει στην ομάδα και πώς μπορεί να με αξιοποιήσει.
Και να μας διασφαλίσει ότι όλα θα πάνε καλά και πως θα με βοηθήσει να εξελιχθώ.
Δυστυχώς ο κόουτς έφυγε από την ομάδα στα μέσα της σεζόν.
Αν είχε παραμείνει, θα ήταν διαφορετική και η δική μου εξέλιξη αλλά και όλης της ομάδας, η οποία είχε και αρκετά νέα παιδιά.
Ο «Ντούντα» είναι μεν αυστηρός, αλλά και δίκαιος.
Είχε έναν συγκεκριμένο τρόπο να δουλεύει και φρόντιζε να προσαρμόζει αρμονικά τον κάθε παίκτη σ’ αυτόν.
Λάτρης της προπόνησης, της πολύωρης προπόνησης και φυσικά της λεπτομέρειας.
Ήξερε να προστατεύει τον παίκτη του.
Ήταν συνεχώς δίπλα μου.
Δεν είχε σημασία ότι είχε να κοουτσάρει προσωπικότητες όπως οι Μπάνε Πρέλεβιτς, Τζον Κόρφας, Ζόραν Σάβιτς.
Ήταν κοντά στους νεαρούς, γιατί δεν ήθελε να τους δει να «καίγονται».
Έγινα μέλος μίας μεγάλης ομάδας με σπουδαίους παίκτες.
Με μεγάλα ονόματα.
Όμως ενώ εκείνοι σου προκαλούν εύλογα δέος, όταν ακόμη δεν έχεις τελειώσει το σχολείο, διαπιστώνεις γρήγορα και ευχάριστα πόσο χαλαροί είναι.
Σούπερ σταρ στο παρκέ, αλλά δίχως αυτή τη συμπεριφορά εκτός γηπέδου ή στη λειτουργία της ομάδας.
Απλοί, καθημερινοί άνθρωποι.
Ήμουν πολύ τυχερός σε όλη την καριέρα μου διότι είχα συμπαίκτες που με αγκάλιασαν, με στήριξαν, με βοήθησαν, με συμβούλευσαν και με προστάτευσαν.
Σε συμβούλευαν στο λάθος και δεν σε κατηγορούσαν.
Ο Μπάνε ήταν συγκάτοικος μου στις αποστολές.
Ωραίος τύπος, καλός συμπαίκτης και νικητής.
Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές είδα τον γιατρό στο δωμάτιο να του κάνει ενέσεις, γιατί δεν ήθελε να χάσει ένα ματς. Αγωνιζόταν με σπασμένα δάχτυλα, πρησμένους αστραγάλους και «διαλυμένη» μέση, αλλά ήταν πάντα εκεί.
Αυτό μου έδωσε ένα μάθημα για τη συνέχεια.
Υπήρξε μεγάλος παίκτης και αν τον συναντήσεις τώρα στον δρόμο, θα σου μιλήσει σαν ο πιο απλός άνθρωπος του κόσμου.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συμβουλές του Ζόραν Σάβιτς.
Ήταν από τους δυνατότερους συμπαίκτες που είχα ποτέ.
Τρομερά έξυπνος και παρότι δεν είχε τρομερή σωματοδομή για να παίξει, ήξερε να χρησιμοποιεί το κορμί ρου για να παίρνει το αποτέλεσμα.
Μας μάθαινε καθημερινά το σκληρό παιχνίδι και στο τέλος της προπόνησης μας μιλούσε τόσο για το μπάσκετ όσο και τη συμπεριφορά.
Πάντα λειτουργούσε συμβουλευτικά και για μπάσκετ και γενικότερα για τη ζωή.
Η αποχώρησή μου από τον ΠΑΟΚ, το 1997, για τη Μπαρτσελόνα, προκάλεσε σχόλια και κριτική.
Δεν με πείραξε τι λέει ο κόσμος, διότι ο κόσμος μάθαινε όσα του έλεγαν.
Αγωνιστικά, στα τέσσερα χρόνια που έπαιξα εκεί, οι συνεχείς αλλαγές προπονητών δεν μπορούσαν να βοηθήσουν ούτε την ομάδα ούτε την εξέλιξη των νέων παικτών.
Όταν έχεις πολλά νέα παιδιά και έμπειρους σαν τον Μπάνε και τον Σάβιτς, προφανώς πρέπει να έχεις έναν πολυετή προγραμματισμό για να πρωταγωνιστήσεις.
Ήρθε η Μπαρτσελονά το 1997 και πλήρωσε το μπάι άουτ.
Ένα ποσό κοντά στα χρήματα που είχε ξοδέψει ο ΠΑΟΚ για να με αποκτήσει.
Φεύγοντας, άφησα χρήματα στην ομάδα. Όχι μόνο εκείνα που ξοδεύτηκαν για τη μετεγγραφή μου.
Οι απολαβές μου για πέντε χρόνια ήταν το 60% από τα χρήματα που θα κέρδιζα ετησίως στη Μπαρτσελόνα.
Αγαπώ τον ΠΑΟΚ και στεναχωριέμαι που δεν είναι εκεί που του αξίζει.
Η Θεσσαλονίκη είναι μία μαγική πόλη.
Έζησα καταπληκτικά εκεί, δεν μου έχει μείνει πικρία και έφυγα με τις καλύτερες αναμνήσεις.
Στον ΠΑΟΚ έγινα, μπασκετικά, άνδρας.
Όχι μόνο ηλικιακά.
Όχι μόνο από τις παραστάσεις που έζησα.
Αλλά και από όσα βίωσα εκτός γηπέδου.
Πράγματα τα οποία είχα την ευχέρεια και τον χρόνο να φιλτράρω και να επεξεργάζομαι, σε αντίθεση με τα χρόνια στις Εθνικές ομάδες, τα οποία σχεδόν δεν τα κατάλαβα πώς πέρασαν.
Στις Εθνικές, όμως, πραγματικά μεγάλωσα.
Ο κόσμος συνεχίζει να με ρωτά για το Μουντομπάσκετ Εφήβων του 1995 στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και το χρυσό μετάλλιο.
Αν αυτό ήταν κάτι σαν πολύ δύσκολες και απαιτητικές εξετάσεις, λόγω προσδοκιών, το «σχολείο» μου ήταν η Εθνική Ανδρών το 1994.
Είχα κλείσει τα 18 χρόνια μου και ήμουν στην αποστολή για το Μουντομπάσκετ του Καναδά!
Εκεί, παρέα με τον Φάνη Χριστοδούλου, τον Παναγιώτη Φασούλα, τον Γιώργο Σιγάλα, τον Κώστα Παταβούκα, τον Νάσο Γαλακτερό, τον Ευθύμη Μπακατσιά.
Αντίπαλος με τον… Σακίλ Ο’Νιλ και άλλους σταρ του ΝΒΑ.
Δεν το πίστευα όταν έμαθα πως θα είμαι στη δωδεκάδα.
Δεν πίστευα τι είχα να πω στους φίλους μου για την κατάκτηση της τέταρτης θέσης.
Εκείνο, όμως, που δεν πίστευα, ήταν η υποδοχή και η στήριξη αυτή των σπουδαίων παικτών.
Τα καψώνια περιορίστηκαν στο καθιερωμένο μπουγέλο στον ρούκι.
Γιατί, στη συνέχεια, αν και ήμουν ο μικρός της ομάδας, όλοι με στήριξαν.
Μου έλεγαν μία καλή κουβέντα για να νιώσω μέλος της ομάδας.
Μου έκαναν πλάκα όταν αντιμετωπίσαμε τους Αμερικανούς και, αν θυμάμαι καλά, πρέπει να σκόραρα και έξι πόντους.
Μου έλεγαν «μπράβο», ακόμα και όταν έκανα λάθος.
Στην Εθνική, οι όποιες διαφορές πήγαιναν περίπατο.
Στην Εθνική έμαθα πως, εκτός από καλός παίκτης, σημασία έχει να είσαι και καλός συμπαίκτης και, κυρίως, θετικός άνθρωπος.
Το καλοκαίρι του 1994 ήταν μαγικό για μένα.
Κάτι τέτοιο συνέβη και την επόμενη χρονιά, αν κι εγώ δεν το… πολυκατάλαβα.
Αρχικά, τον Ιούνιο του 1995, συμπεριλήφθηκα στη δωδεκάδα της Ανδρών για το Ευρωμπάσκετ στο ΟΑΚΑ, στο οποίο κατακτήσαμε την τέταρτη θέση
Λίγες ημέρες μετά, ενσωματώθηκα στην Εθνική Εφήβων για το Παγκόσμιο, σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Στην πρώτη φάση, στο «Αλεξάνδρειο», νικήσαμε την Ανγκόλα με 80 πόντους διαφορά και μετρήσαμε τρεις νίκες με μ.ό. 49 πόντους διαφορά!
Νικήσαμε την Ισπανία και Κροατία με 30 πόντους, τις Η.Π.Α. των Βινς Κάρτερ και Στεφόν Μάρμπερι με 20!
Κι όμως, δεν αισθανόμασταν ανίκητοι.
Κλισέ ή όχι, περιμέναμε κάθε ματς ξεχωριστά.
Ήμασταν ΟΜΑΔΑ και απολαμβάναμε αυτό που κάναμε.
Εγώ, πάντως, λίγο λιγότερο.
Δεν με πιστεύουν όταν λέω ότι έπαιζα στο Μουντομπάσκετ Εφήβων με απίστευτο άγχος.
Δεν κοιμόμουν καλά, από την υπερένταση.
Δεν είχα ξεκουραστεί, παρότι αυτό δεν φαινόταν στο παρκέ.
Μετά το κατάμεστο «Παλέ», αντικρίσαμε στην Αθήνα το γεμάτο ΟΑΚΑ και όσο κουρασμένοι κι αν ήμασταν, λαμβάναμε την ενέργεια και όχι την πίεση του κοινού.
Ενδεχομένως ο τίτλος και οι προσωπικές διακρίσεις να λένε το αντίθετο, αλλά εκείνο το Παγκόσμιο δεν το έζησα όπως νομίζουν οι περισσότεροι.
Πέρασαν μέρες για να συνειδητοποιήσω τι πετύχαμε.
Δεν ήμουν χαλαρός, είχα άγχος και μία πίεση που εγώ ο ίδιος πρόσθεσα στον εαυτό μου, αλλά στο τέλος πανηγυρίσαμε.
Η Εθνική ομάδα ήταν, είναι και θα είναι για πάντα ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη ζωή και την καριέρα μου.
Για τις όμορφες στιγμές και για τις ζόρικες καταστάσεις.
Για την αμέριστη συμπαράσταση και την αποθέωση ως την εύκολη κριτική.
Γιατί, όπως πάντα, στην Ελλάδα είμαστε των άκρων.
Για εκείνους που έλεγαν πως είναι περήφανοι για τη χώρα και το μπάσκετ της και για όσους, σε κάποια «στραβή», μας αποκαλούσαν «κακομαθημένους νεόπλουτους».
Σε αυτούς δεν δίναμε σημασία, διότι ελάχιστα γνώριζαν και γνωρίζουν για τη λειτουργία μίας ομάδας.
Κάποια στιγμή, τιμωρήθηκα με αναστολή από την ομοσπονδία, λόγω ενός τραυματισμού με τη Μπαρτσελόνα τον οποίο εδώ δεν αναγνώριζαν.
Δεν κράτησα κακία σε κανέναν.
Ήμουν τραυματίας στη Βαρκελώνη.
Οι επικεφαλής της ομάδας και της ομοσπονδίας ήταν σε καθημερινή επικοινωνία και η απόφαση ήταν να μην μπω στο αεροπλάνο.
Δεν με ενόχλησε εκείνη η τιμωρία με αναστολή.
Ήταν σαν να μη συνέβη καν.
Δεν απαρνήθηκα ποτέ τη φανέλα με το εθνόσημο.
Ήμουν πάντα διαθέσιμος για την Εθνική, η οποία είναι η μισή μπασκετική ζωή μου.
Κρατώ τις όμορφες στιγμές και μαθαίνω από τις άσχημες.
Ήμουν παιδί των Εθνικών ομάδων και, το 2004, ο κόουτς Παναγιώτης Γιαννάκης μού ανακοίνωσε ότι μετά την προετοιμασία δεν θα συνεχίσω στα φιλικά, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας.
Στεναχωρήθηκα αφάνταστα.
Ήταν ένα δυνατό χτύπημα…
Ήθελα να παίξω στην Αθήνα και να κλείσω την καριέρα μου στην Εθνική με τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Μεγάλωσα στις Εθνικές ομάδες και ο τρόπος έγινε άγαρμπα και με δόλο. Ο χειρισμός ήταν άκομψος.
Θεωρώ ότι η διαδικασία θα μπορούσε να είχε γίνει διαφορετικά, πριν από την προετοιμασία
Υπήρξε έλλειψη σεβασμού.
Έχω παίξει 20 χρόνια στις Εθνικές και δεν θεώρησα σεβασμό το ότι μου είπε πως απλώς δεν με υπολόγιζε τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο…
Ακόμη και μία κακή ανάμνηση, πάντως, δεν θέλω να την σβήσω από το μυαλό μου.
Είναι και αυτή μέρος της πορείας μου.
Μέρος ενός καταπληκτικού «ταξιδιού».
Μία διαδρομής που ολοκληρώθηκε στις 9 Αυγούστου 2006.
Εκείνη η ημέρα και η κάθε ίδια ημέρα, κάθε χρόνο, όμως, δεν είναι μελαγχολική.
Αποφάσισα να αποχωρήσω γεμάτος από όσα έζησα.
Μπορεί να μην είχα σχεδιάσει έτσι την αποχώρησή μου, όμως δεν ήμουν ποτέ αχάριστος.
Δεν μετανιώνω για κάτι και δεν θα ήθελα να κάνω κάτι με διαφορετικό τρόπο.
Μου έλειψε μεν το παιχνίδι αλλά, όπως είπα, θα ήθελα μόνο να είχα την ευκαιρία να «κλέψω» λίγο χρόνο ακόμη.